- αλλοθιγενής
- ης, ες возникший, зародившийся в другом месте, не местный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αλλοθιγενής — ές αυτός που έχει αλλού τη γενεσιουργό αιτία του. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. επίρρ. ἄλλοθι + γενὴς < γένος] … Dictionary of Greek
άλλοθι — Το πραγματικό γεγονός σύμφωνα με το οποίο ο κατηγορούμενος, στον χρόνο της διάπραξης του αδικήματος, βρισκόταν σε άλλο τόπο και όχι σε εκείνον στον οποίο είχε αυτό γίνει. Έτσι, το ά. αποτελεί σοβαρό αποδεικτικό μέσο για την αθωότητα του… … Dictionary of Greek